παγοπώλισσα


παγοπώλισσα
Προφορά

Ετυμολογία
παγοπώλισσα πάγος + πωλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παγοπώλισσα

✦ θηλ. παγοπώλισσα (Κ -πώλις, -ιδος) ο πωλητής πάγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.