πίκο-


πίκο-
Προφορά

Ετυμολογία
πίκο- └ιταλ┘piccolo, └διεθν┘pico-

Ερμηνεία
πίκο-

✦ πρόθεμα το οποίο τιθέμενο πριν από το όνομα μονάδας μετρήσεως τη διαιρεί δι’ ενός τρισεκατομμυρίου: πικογραμμάριο (το ένα τρισεκατομμυριοστό του γραμμαρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.