πίθος
Προφορά
Ετυμολογία
πίθος αρχαία ελληνική πίθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πίθος
✦ βλ. πιθάρι
✦ φρ. αντλώ στον πίθο των Δαναΐδων, ματαιοπονώ, άδικα κοπιάζω (κατά τη μυθολ. οι Δαναΐδες, επειδή σκότωσαν τους συζύγους τους, καταδικάστηκαν στον Άδη, να γεμίζουν με νερό πίθο, χωρίς πυθμένα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–