πάγιος
Προφορά
Ετυμολογία
πάγιος αρχαία ελληνική πάγιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πάγιος -ια, -ιο
✦ σταθερός, μόνιμος, αμετακίνητος: πάγια θέση της κυβέρνησης αποτελεί η συμπαράσταση στην Κύπρο
✦ πάγια έξοδα, τα αμετάβλητα για μία χρονική περίοδο έξοδα που δεν επηρεάζονται από τις αυξομειώσεις της παραγωγής – πάγια περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία μιας οικονομικής επιχείρησης που συμβάλλουν στην παραγωγή κέρδους (κτίσματα, ακίνητο, εγκαταστάσεις, μηχανήματα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μεταβλητός, μεταβαλλόμενος
Επιρρήματα
πάγια (Κ παγίως)