ούπα


ούπα
Προφορά

Ετυμολογία
ούπα – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ούπα

✦ άκλ. ουσ. εξάρτημα με εσωτερικό σπείρωμα στο οποίο στερεώνεται βίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.