ουροποιητικός


ουροποιητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ουροποιητικός ούρον + ποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ουροποιητικός -ή, -ό

✦ που παράγει ούρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.