ουδέτερος


ουδέτερος
Προφορά

Ετυμολογία
ουδέτερος αρχαία ελληνική οὐδέτερος

Ερμηνεία
ουδέτερος

✦ -η, -ο αντων. κ. επίθ. (Κ -έρα, -ερον) (για δύο πρόσ. ή πράγματα) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
✦ (ως επίθ.) αμέτοχος, αδιάφορος
✦ (ειδ.) ο αμέτοχος σε πόλεμο μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών
✦ (γραμμ. για ονόμ. και τα υπόλ. πτωτικά) που δεν ανήκει ούτε στο αρσενικό ούτε στο θηλυκό γένος
✦ ουδέτερο ρήμα, του οποίου η διάθεση δεν σημαίνει ούτε ενέργεια ούτε πάθος αλλά κατάσταση (κοιμάμαι, πεινώ, διψώ, κάθομαι κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ουδέτερα (Κ ουδετέρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.