οσφυοκάμπτης
Προφορά
Ετυμολογία
οσφυοκάμπτης οσφύς, -ύος + κάμπτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οσφυοκάμπτης
✦ αυτός που κάμπτει τη μέση, υποκλίνεται, που υποκύπτει στις επιταγές των ισχυρών, για να αποκτήσει την εύνοιά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–