οντότητα
Προφορά
Ετυμολογία
οντότητα μεταγενέστερη ελληνική ὀντότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οντότητα
✦ η αφηρημένη έννοια του όντος, ύπαρξη
✦ η ίδια η ουσία
✦ ατομική υπόσταση, ατομικότητα, προσωπικότητα: άνθρωπος χωρίς καμιά οντότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–