ομολογητής


ομολογητής
Προφορά

Ετυμολογία
ομολογητής μεσαιωνική ελληνική ὁμολογητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ομολογητής

✦ χριστιανός που διώχτηκε και βασανίστηκε για την πίστη του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.