ολόκορμος
Προφορά
Ετυμολογία
ολόκορμος όλος + κορμός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ολόκορμος -η, -ο
✦ σύγκορμος, ολόσωμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ολόκορμα:και σάμπως άγαλμα τρανό που ολόκορμα πεσμένο στο χώμα (Άγγ. Σικελιανός) – τη γυμνή γυναίκα… δοσμένη ολόκορμα στα χάδια του ήλιου (Γ. Θεοτοκάς)