οινοπνευματομετρητής
Προφορά
Ετυμολογία
οινοπνευματομετρητής οινόπνευμα + μετρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οινοπνευματομετρητής
✦ συσκευή που καταμετρά αυτόματα το ποσό του παραγομένου οινοπνεύματος από την αποστακτική μηχανή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–