οικονόμα
Προφορά
Ετυμολογία
οικονόμα αρχαία ελληνική οἰκονόμος
Ερμηνεία
οικονόμα
✦ ουσ. θηλ. κ. οικονόμα άνθρωπος που δεν ξοδεύει πολλά
✦ διαχειριστής των οικονομικών μονής, ιδρύματος ή και πλούσιου σπιτιού
✦ (εκκλησ.) τίτλος ιερωμένου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σπάταλος
Επιρρήματα
–