οικονομώ
Προφορά
Ετυμολογία
οικονομώ αρχαία ελληνική οἰκονομῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ οικονομώ -είς, -εί
✦ κάνω οικονομίες, αποταμιεύω
✦ εξοικονομώ, προμηθεύομαι
✦ εξυπηρετώ
✦ (μέσ.) οικονομιέμαι, βολεύομαι
✦ φρ. τα οικονομάω, κατορθώνω να βρω ή να έχω τα απαραίτητα για μια άνετη ζωή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–