ξυπνητός


ξυπνητός
Προφορά

Ετυμολογία
ξυπνητός ξυπνώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξυπνητός -ή, -ό

✦ άγρυπνος, που δεν κοιμάται: είδα ονείρατα γυρτός, ξυπνητός και κοιμιστός (Ζ. Παπαντωνίου)
(μτφ. ) έξυπνος

Συνώνυμα
ξύπνιος
Αντίθετα
κοιμισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.