ξερίζωμα


ξερίζωμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξερίζωμα ξεριζώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξερίζωμα

✦ η απόσπαση φυτού με τις ρίζες του, εκρίζωση
(μτφ. ) καταστροφή, αφανισμός: το ξερίζωμα του Ελληνισμού απ’ τη Μ. Ασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.