ξεμαγαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεμαγαρίζω ξε- + μαγαρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεμαγαρίζω
✦ αφαιρώ τη βρομιά, ξεκαθαρίζω
✦ (μτφ. ) αποβάλλω τους αχρείους, ξεκαθαρίζω από τον ηθικό ρύπο: να ξεμαγαριστεί ο τόπος από κάθε είδους αναξιόπιστους, συνενόχους και ενόχους (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–