ξεκοιλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεκοιλιάζω ἐξεκοιλίασα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκκοιλιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεκοιλιάζω
✦ (για σφάγιο) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια
✦ (για πρόσ.) ανοίγω την κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα: του στήσανε παγάνα και τον ξεκοιλιάσανε
✦ (μτφ. το μέσο) τρώγω υπερβολικές ποσότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–