ξε-
Προφορά
Ετυμολογία
ξε- από παρατατ. και αορίστους ρημάτων σύνθετων με την πρόθ. εκ
Ερμηνεία
ξε-
✦ μόριο στερητικό σε πολλές σύνθετες λέξεις (ξεβουλώνω, ξεδιψώ), επιτατικό (ξεδιαλέγω, ξεκουφαίνω, ξεμακραίνω) ή δηλωτικό εξόδου (ξεπορτίζω, ξέχειλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–