ξαφνιάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ξαφνιάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ξαφνιάζω.mp3Ετυμολογίαξαφνιάζω μεσαιωνική ελληνική ξαφνίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ ξαφνιάζω ✦ σκιάζω, αιφνιδιάζω κάποιον ✦ προκαλώ έκπληξη ✦ ξαφνιάζομαι, τρομάζω ξαφνικά, σκιάζομαι ή νιώθω έκπληξη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–