ξαπλώνω


ξαπλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξαπλώνω μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω

Ερμηνεία
ρήμα ξαπλώνω

✦ εκτείνω, αναπτύσσω, ανοίγω
✦ απλώνομαι, ξετυλίγομαι
✦ πλαγιάζω, κατακλίνομαι: ξάπλωσα λιγάκι, μα δε με πήρε ο ύπνος – θα ξαπλώθηκε λίγο να ξεκουρασθεί (Β. Μοσκόβης)
✦ ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, διαδίδομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.