ξανθοκύτταρο
Προφορά
Ετυμολογία
ξανθοκύτταρο ξανθός + κύτταρο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξανθοκύτταρο
✦ (βιολ.) διογκωμένο κύτταρο από την αποθήκευση λιποειδών ουσιών, το οποίο εμφανίζεται γύρω από πυώδεις εστίες ή στον υποδόριο ιστό σε περίπτωση διαβήτη, ίκτερου κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–