ξίγκι


ξίγκι
Προφορά

Ετυμολογία
ξίγκι μεσαιωνική ελληνική ἀξούγγι(ο)ν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξίγκι

✦ πάχος, λίπος: μήπως αυτών οπού το ξίγκι τους έχει πνίξει την καρδιά; (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. βγάζει από τη μύγα ξίγκι, είναι τσιγκούνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.