ντεφορμέ


ντεφορμέ
Προφορά

Ετυμολογία
ντεφορμέ └γαλλ┘ déformé, μτχ. του ρήματος déformer (= χαλώ τη μορφή, αλλάζω σχήμα)

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ ντεφορμέ

✦ αυτός που δεν βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση, αφορμάριστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.