νηκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
νηκτικός μεταγενέστερη ελληνική νηκτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νηκτικός -ή, -ό
✦ ο ικανός ή χρήσιμος στην κολύμβηση
✦ το ουδ. πληθ. τα νηκτικά ως ουσ., τα πουλιά που μπορούν να επιπλέουν στο νερό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–