νευριαστικός


νευριαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
νευριαστικός νευριάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ νευριαστικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί νευρίασμα, εκνευριστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.