νέγρος


νέγρος
Προφορά

Ετυμολογία
νέγρος ισπαν. negro (= μαύρος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νέγρος

✦ θηλ. νέγρα άτομο που ανήκει στην αιθιοπική ή τη μαύρη φυλή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.