νέγρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νέγροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νέγρος.mp3Ετυμολογίανέγρος ισπαν. negro (= μαύρος) Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο νέγρος ✦ θηλ. νέγρα άτομο που ανήκει στην αιθιοπική ή τη μαύρη φυλή Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–