μόσχευμα
Προφορά
Ετυμολογία
μόσχευμα μεταγενέστερη ελληνική μόσχευμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μόσχευμα
✦ ανθοφόρος οφθαλμός, παραφυάδα για μεταφύτευση |(ιατρ.) οργανικός ιστός που προορίζεται για μεταμόσχευση σε άτομο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–