μόνιμος
Προφορά
Ετυμολογία
μόνιμος αρχαία ελληνική μόνιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μόνιμος -η, -ο
✦ σταθερός, αμετάβλητος, που μένει πάντοτε ή για μεγάλο χρονικό διάστημα στον ίδιο τόπο ή στην ίδια κατάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έκτακτος, προσωρινός
Επιρρήματα
μόνιμα (Κ μονίμως)