μισός
Προφορά
Ετυμολογία
μισός μεσαιωνική ελληνική μισός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μισός -ή, -ό
✦ το ένα από τα δύο ίσα μέρη πράγματος ή ποσού
✦ ατελής, ασυμπλήρωτος, λειψός
✦ φρ. μισός άνθρωπος, που έχει κάποια αναπηρία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ολόκληρος
Επιρρήματα
–