μισοβυθισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μισοβυθισμένος μισός + βυθισμένος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μισοβυθισμένος -η, -ο
✦ που δεν βυθίστηκε εντελώς, ο κατά ένα μέρος βυθισμένος: παλαιά ναυάγια και μισοβυθισμένες πολιτείες (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–