μικρός
Προφορά
Ετυμολογία
μικρός αρχαία ελληνική μικρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μικρός -ή, -ό
✦ ο περιορισμένος ως προς το μέγεθος, τις διαστάσεις, τον όγκο, την επιφάνεια
✦ λίγος, ανεπαρκής, σύ-ντομος
✦ νεαρός
✦ (μτφ. ) ασήμαντος, ανίσχυρος, ανάξιος λόγου
✦ ταπεινός, φτωχός
✦ αναξιοπρεπής
✦ το αρσεν. ο μικρός κ. θηλ. η μικρή ως ουσ., παιδί ή υπηρετάκος, παιδούλα ή υπηρέτρια
✦ ουδ. το μικρό ως ουσ., νήπιο, νεογνό
✦ φρ. μικρόν κατά μικρόν, σιγά σιγά – προ μικρού, πριν από λίγη ώρα – μετά μικρόν, ύστερα από λίγο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μέγας, μεγάλος
Επιρρήματα
–