μετόχι


μετόχι
Προφορά

Ετυμολογία
μετόχι μεταγενέστερη ελληνική μετόχιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού μετοχή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μετόχι

✦ κτήμα μοναστηριού έξω από την περιοχή του, διοικείται από αντιπρόσωπο της μονής, έχει μοναχούς ως βοηθούς ή καλλιεργητές και, πολλές φορές, εκκλησία, κελιά και ξενώνα: το μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα
✦ εξοχικό σπίτι, αγροικία: γύρισαν αμίλητοι πίσω, κατά το μετόχι του Μπέη. Μπήκαν στην αυλή (Ν. Καζαντζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.