μεταφυσικός
Προφορά
Ετυμολογία
μεταφυσικός βλ. μεταφυσική
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεταφυσικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε ζητήματα έξω από την εμπειρία
✦ (για πρόσ.) ο ασχολούμενος με τη μεταφυσική
✦ (μτφ. ) ο πολύ αφηρημένος και δυσνόητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–