μεταφορέας


μεταφορέας
Προφορά

Ετυμολογία
μεταφορέας μεταφορεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεταφορέας

✦ αυτός που μεταφέρει κάτι, που ενεργεί μεταφορές
✦ συσκευή για τη μηχανική μεταφορά φορτίων από τόπο σε τόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.