μεσάτος
Προφορά
Ετυμολογία
μεσάτος └ουσ┘ μέση
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεσάτος -η, -ο
✦ που έχει λεπτή μέση
✦ (για ρούχα) εφαρμοστός στη μέση: μεσάτο σακάκι – φόρεμα
✦ ο γεμάτος ως τη μέση: μεσάτος κουβάς – μεσάτη μπουκάλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–