μερώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μερώνω ημερώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μερώνω
✦ ημερώνω, εξημερώνω: είχε και αμάξια που τα σέρνανε μερωμένα λιοντάρια (Κ. Βάρναλης)
✦ κατασιγάζω, καταπραΰνω: μερώνει την επιθυμία μ’ ένα ζεστό τραγούδι (Γ. Γεραλής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–