μεροκαματιάρης
Προφορά
Ετυμολογία
μεροκαματιάρης μεροκάματο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεροκαματιάρης
✦ ο ημερομίσθιος εργάτης, ο άνθρωπος του μεροκάματου: βάλθηκαν… να ξεφορτώσουν το καράβι… Πήραν μεροκαματιάρηδες από τον τόπο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–