μεριά
Προφορά
Ετυμολογία
μεριά μεσαιωνική ελληνική μεριά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μεριά
✦ μέρος, τόπος
✦ τοπική κατεύθυνση, τοποθεσία
✦ καθεμιά από τις πλευρές ή επιφάνειες σώματος
✦ φρ. σε καλή μεριά, ευχή να χρησιμοποιηθούν καλά τα χρήματα που δίνονται σε κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–