μελλόνυμφος


μελλόνυμφος
Προφορά

Ετυμολογία
μελλόνυμφος αρχαία ελληνική μελλόνυμφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μελλόνυμφος

✦ θηλ. μελλόνυμφη (Κ -ος) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.