μεθοδισμός


μεθοδισμός
Προφορά

Ετυμολογία
μεθοδισμός μέθοδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μεθοδισμός

✦ θρησκευτική αίρεση στους κόλπους της αγγλικανικής εκκλησίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.