μεγαλούργημα
Προφορά
Ετυμολογία
μεγαλούργημα μεγαλουργώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μεγαλούργημα
✦ σπουδαίο έργο, κατόρθωμα: νέα μεγαλουργήματα σε όλους τους τομείς, που έμελλαν να καταπλήξουν τον κόσμο (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–