μαϊντανός


μαϊντανός
Προφορά

Ετυμολογία
μαϊντανός └τουρκ┘maidanoz

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαϊντανός

✦ το φυτό πετροσέλινο το ήμερο, καλλιεργείται για τα αρωματικά φύλλα του που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, μακεδονήσι
(μτφ. ) άνθρωπος που ανακατεύεται σε όλα χωρίς να έχει αρμοδιότητες
✦ (μτφ. για πρόσ.) ειρωνικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που εμφανίζεται συχνά στις διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές λόγου: τηλεοπτικοί μαϊντανοί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.