μαϊμουδιάρης


μαϊμουδιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
μαϊμουδιάρης μαϊμού

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαϊμουδιάρης

✦ θηλ. μαϊμουδιάρα αυτός που εκτρέφει και επιδεικνύει εξασκημένους πιθήκους για προσπορισμό χρημάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.