μαυλιστικός


μαυλιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μαυλιστικός μαυλιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαυλιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο μαυλιστή ή το μαύλισμα
✦ που ξελογιάζει, που παρασύρει, πλανεύει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
μαυλιστικά:η θάλασσα μουρμούριζε μαυλιστικά (Ν. Καζαντζάκης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.