μανιπουλάρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
μανιπουλάρισμα μανιπουλάρω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μανιπουλάρισμα
✦ κατεργασία, χειρισμός
✦ (μτφ. ) αλλοίωση, παραποίηση, νόθευση: μανιπουλάρισμα του εκλογικού αποτελέσματος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–