μαλάκας


μαλάκας
Προφορά

Ετυμολογία
μαλάκας └θηλ┘ μαλάκα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μαλάκας

✦ ο αυνανιζόμενος
(μτφ. ) αποβλακωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.