μακαρίτισσα


μακαρίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
μακαρίτισσα αρχαία ελληνική μακαρίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μακαρίτισσα

✦ θηλ. μακαρίτισσα (Κ -ίτις, -ιδος) αυτός που βρήκε την μακαριότητα, απαλλασσόμενος με το θάνατο, από τα βάσανα της ζωής, ο πεθαμένος

Συνώνυμα
συχωρεμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.