μέγιστος


μέγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
μέγιστος αρχαία ελληνική μέγιστος, υπερθ. του μέγας

Ερμηνεία
επίθετο┘ μέγιστος -η, -ο

✦ ο πάρα πολύ μεγάλος, ή ο μεγαλύτερος απ’ όλους: ο μέγιστος των στρατηγών – των πολιτικών – μέγιστη ευεργεσία
✦ φρ. τα μέγιστα, πάρα πολύ
✦ (μαθημ.) το μέγιστο(ν), η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να λάβει μια μεταβλητή ποσότητα, το μάξιμουμ

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελάχιστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.