λούστρο


λούστρο
Προφορά

Ετυμολογία
λούστρο └ιταλ┘lustro

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λούστρο

✦ στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι
✦ στιλπνότητα, γυαλάδα
✦ στίλβωση
(μτφ. ) επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.